- καλοπαντρεύω
- καλοπάντρεψα, καλοπαντρεύτηκα, καλοπαντρεμένος, παντρεύω κάποιον καλά: Το καλοπάντρεψε το κορίτσι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοπαντρεύω — καλοπαντρεύω, καλοπάντρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλοπαντρεύω — (Μ καλοπαντρεύω και καλοπανδρεύω) παντρεύω κάποιον καλά, με ευνοϊκούς όρους … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek